Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immortalàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immortaˈlare]

1 κάνω κάτι ή κάποιον αθάνατο
2 απαθανατίζω

immortalarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [immortaˈlarsi]

1 γίνομαι αθάνατος
2 απαθανατίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immorsatura immortale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immoralismo (ουσ αρσ )
immoralità (θηλ.ουσ)
immorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immorsare (ρ. μτβ.)
immorsatura (θηλ.ουσ)
immortalare (ρ. μτβ.)
immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)
immune (επίθ.)
immunità (θηλ.ουσ)
immunitario (επίθ.)
immunizzante (επίθ.)
immunizzare (ρ. μτβ.)
immunizzazione (θηλ.ουσ)
immunologia (θηλ.ουσ)
immunologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---