Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immortalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immortaliˈta]

1 αφθαρσία
2 παντοτινή διάρκεια
3 αιώνια ζωή
4 αθανασία
5 αιωνιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immortale immotivato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immorsare (ρ. μτβ.)
immorsatura (θηλ.ουσ)
immortalare (ρ. μτβ.)
immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)
immune (επίθ.)
immunità (θηλ.ουσ)
immunitario (επίθ.)
immunizzante (επίθ.)
immunizzare (ρ. μτβ.)
immunizzazione (θηλ.ουσ)
immunologia (θηλ.ουσ)
immunologico (επίθ.)
immunologo (ουσ αρσ )
immunoreattivo (επίθ.)
immunoterapeutico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---