Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immùne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmune]

1 αδέσμευτος
2 ελεύθερος
3 ασύδοτος
4 δυσπρόσβλητος
5 απρόσβλητος
6 απαλλαγμένος
7 δημιουργών ή έχων αντισώματα
8 προστατευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immucidire immunità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)
immune (επίθ.)
immunità (θηλ.ουσ)
immunitario (επίθ.)
immunizzante (επίθ.)
immunizzare (ρ. μτβ.)
immunizzazione (θηλ.ουσ)
immunologia (θηλ.ουσ)
immunologico (επίθ.)
immunologo (ουσ αρσ )
immunoreattivo (επίθ.)
immunoterapeutico (επίθ.)
immunoterapia (θηλ.ουσ)
immunsiero (ουσ αρσ )
immusonirsi (ρ. μ. αμτβ.)
immusonito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---