Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immondìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immonˈdittsja]

τα σκουπίδια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immondezzaio immondo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bidone [αρσ.] dell'immondizia = ο σκουπιδοτενεκές


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immollamento (ουσ αρσ )
immollare (ρ. μτβ.)
immollarsi (ρ.μ. (αντων.))
immondezza (θηλ.ουσ)
immondezzaio (ουσ αρσ )
immondizia (θηλ.ουσ)
immondo (επίθ.)
immorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immoralismo (ουσ αρσ )
immoralità (θηλ.ουσ)
immorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immorsare (ρ. μτβ.)
immorsatura (θηλ.ουσ)
immortalare (ρ. μτβ.)
immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---