Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immoràle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [immoˈrale]

1 κακοήθης
2 αχρείος
3 ανήθικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immondo immoralismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immollarsi (ρ.μ. (αντων.))
immondezza (θηλ.ουσ)
immondezzaio (ουσ αρσ )
immondizia (θηλ.ουσ)
immondo (επίθ.)
immorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immoralismo (ουσ αρσ )
immoralità (θηλ.ουσ)
immorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immorsare (ρ. μτβ.)
immorsatura (θηλ.ουσ)
immortalare (ρ. μτβ.)
immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)
immune (επίθ.)
immunità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---