Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immóndo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmondo]

1 λερός
2 λερωμένος
3 βρομιάρικος
4 ακάθαρτος
5 βρόμικος
6 ρυπαρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immondizia immorale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immollare (ρ. μτβ.)
immollarsi (ρ.μ. (αντων.))
immondezza (θηλ.ουσ)
immondezzaio (ουσ αρσ )
immondizia (θηλ.ουσ)
immondo (επίθ.)
immorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immoralismo (ουσ αρσ )
immoralità (θηλ.ουσ)
immorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immorsare (ρ. μτβ.)
immorsatura (θηλ.ουσ)
immortalare (ρ. μτβ.)
immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)
immune (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---