Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immoˈlare]

θυσιάζω

immolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [immoˈlarsi]

θυσιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immodesto immolatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immoderatamente (επίρ.)
immoderatezza (θηλ.ουσ)
immoderato (επίθ.)
immodestia (θηλ.ουσ)
immodesto (επίθ.)
immolare (ρ. μτβ.)
immolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immolatore (ουσ αρσ )
immolazione (θηλ.ουσ)
immollamento (ουσ αρσ )
immollare (ρ. μτβ.)
immollarsi (ρ.μ. (αντων.))
immondezza (θηλ.ουσ)
immondezzaio (ουσ αρσ )
immondizia (θηλ.ουσ)
immondo (επίθ.)
immorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immoralismo (ουσ αρσ )
immoralità (θηλ.ουσ)
immorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---