Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmobilìzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [immobiˈliddzo] 1 παγιοποίηση 2 καθήλωση 3 ακινητοποίηση 4 αδρανοποίηση 5 πάγωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |