Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immobilizzàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immobilidˈdzato]

ακινητοποιημένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immobilizzarsi immobilizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immobilità (θηλ.ουσ)
immobilitare (ρ. μτβ.)
immobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzare (ρ. μτβ.)
immobilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzato (επίθ.)
immobilizzazione (θηλ.ουσ)
immobilizzo (ουσ αρσ )
immoderatamente (επίρ.)
immoderatezza (θηλ.ουσ)
immoderato (επίθ.)
immodestia (θηλ.ουσ)
immodesto (επίθ.)
immolare (ρ. μτβ.)
immolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immolatore (ουσ αρσ )
immolazione (θηλ.ουσ)
immollamento (ουσ αρσ )
immollare (ρ. μτβ.)
immollarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---