Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immobilizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immobilidˈdzare]

1 σταματώ
2 κεφαλαιοποιώ
3 παγιώνω
4 αδρανοποιώ
5 ακινητοποιώ
6 γυψώνω
7 καθηλώνω

immobilizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [immobilidˈdzarsi]

1 παγιώνομαι
2 ακινητοποιούμαι
3 αδρανοποιούμαι
4 ακινητώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immobilitarsi immobilizzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immobilismo (ουσ αρσ )
immobilistico (επίθ.)
immobilità (θηλ.ουσ)
immobilitare (ρ. μτβ.)
immobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzare (ρ. μτβ.)
immobilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzato (επίθ.)
immobilizzazione (θηλ.ουσ)
immobilizzo (ουσ αρσ )
immoderatamente (επίρ.)
immoderatezza (θηλ.ουσ)
immoderato (επίθ.)
immodestia (θηλ.ουσ)
immodesto (επίθ.)
immolare (ρ. μτβ.)
immolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immolatore (ουσ αρσ )
immolazione (θηλ.ουσ)
immollamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---