Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immòbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈmɔbile]

ακίνητη περιουσία

immòbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmɔbile]

ακίνητος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immite immobiliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immissario (ουσ αρσ )
immissione (θηλ.ουσ)
immistione (θηλ.ουσ)
immisurabile (επίθ.)
immite (επίθ.)
immobile (ουσ αρσ )
immobile (επίθ.)
immobiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immobilismo (ουσ αρσ )
immobilistico (επίθ.)
immobilità (θηλ.ουσ)
immobilitare (ρ. μτβ.)
immobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzare (ρ. μτβ.)
immobilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzato (επίθ.)
immobilizzazione (θηλ.ουσ)
immobilizzo (ουσ αρσ )
immoderatamente (επίρ.)
immoderatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---