Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immisˈsjone]

1 εισχώρηση
2 μπάσιμο
3 εισαγωγή
4 σημείο εισαγωγής
5 βάλσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immissario immistione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immiserimento (ουσ αρσ )
immiserire (ρ.αμτβ.)
immiserire (ρ. μτβ.)
immiserirsi (ρ.μ. (αντων.))
immissario (ουσ αρσ )
immissione (θηλ.ουσ)
immistione (θηλ.ουσ)
immisurabile (επίθ.)
immite (επίθ.)
immobile (ουσ αρσ )
immobile (επίθ.)
immobiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immobilismo (ουσ αρσ )
immobilistico (επίθ.)
immobilità (θηλ.ουσ)
immobilitare (ρ. μτβ.)
immobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzare (ρ. μτβ.)
immobilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---