Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmiseriménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [immizeriˈmento] 1 εξαθλίωση 2 ένδεια 3 μιζέρια 4 φτώχεμα 5 οικονομική αποδυνάμωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |