Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immiseriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [immizeriˈmento]

1 εξαθλίωση
2 ένδεια
3 μιζέρια
4 φτώχεμα
5 οικονομική αποδυνάμωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immiscibile immiserire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imminente (επίθ.)
imminenza (θηλ.ουσ)
immischiare (ρ. μτβ.)
immischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
immiscibile (επίθ.)
immiserimento (ουσ αρσ )
immiserire (ρ.αμτβ.)
immiserire (ρ. μτβ.)
immiserirsi (ρ.μ. (αντων.))
immissario (ουσ αρσ )
immissione (θηλ.ουσ)
immistione (θηλ.ουσ)
immisurabile (επίθ.)
immite (επίθ.)
immobile (ουσ αρσ )
immobile (επίθ.)
immobiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immobilismo (ουσ αρσ )
immobilistico (επίθ.)
immobilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---