Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immischiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immisˈkjare]

1 μπερδεύω
2 μπλέκω
3 ανακατεύω
4 κάνω κάποιον να συμμετέχει σε μια υπόθεση
5 αναγκάζω σε εμπλοκή

immischiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [immisˈkjarsi]

ανακατεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imminenza immiscibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immigrato (επίθ.)
immigratorio (επίθ.)
immigrazione (θηλ.ουσ)
imminente (επίθ.)
imminenza (θηλ.ουσ)
immischiare (ρ. μτβ.)
immischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
immiscibile (επίθ.)
immiserimento (ουσ αρσ )
immiserire (ρ.αμτβ.)
immiserire (ρ. μτβ.)
immiserirsi (ρ.μ. (αντων.))
immissario (ουσ αρσ )
immissione (θηλ.ουσ)
immistione (θηλ.ουσ)
immisurabile (επίθ.)
immite (επίθ.)
immobile (ουσ αρσ )
immobile (επίθ.)
immobiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---