Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmigràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [immiˈgrato] ο μετανάστης, η μετανάστρια immigràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [immiˈgrato] μεταναστευτικός (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |