Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imminènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immiˈnɛntsa]

1 πλησίασμα στην επιτέλεση
2 άμεσο μέλλον
3 επικείμενη κατάσταση
4 άμεση κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imminente immischiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immigrato (ουσ αρσ )
immigrato (επίθ.)
immigratorio (επίθ.)
immigrazione (θηλ.ουσ)
imminente (επίθ.)
imminenza (θηλ.ουσ)
immischiare (ρ. μτβ.)
immischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
immiscibile (επίθ.)
immiserimento (ουσ αρσ )
immiserire (ρ.αμτβ.)
immiserire (ρ. μτβ.)
immiserirsi (ρ.μ. (αντων.))
immissario (ουσ αρσ )
immissione (θηλ.ουσ)
immistione (θηλ.ουσ)
immisurabile (επίθ.)
immite (επίθ.)
immobile (ουσ αρσ )
immobile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---