Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immèrso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmɛrso]

1 προσηλωμένος
2 βυθισμένος
3 αφοσιωμένος
4 μπασμένος σε μια υπόθεση
5 καταδυθείς
6 βουτηγμένος
7 βουλιαγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immersivo immettere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immeritatamente (επίρ.)
immeritato (επίθ.)
immeritevole (επίθ.)
immersione (θηλ.ουσ)
immersivo (επίθ.)
immerso (επίθ.)
immettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immettersi (ρ.μ. (αντων.))
immezzire (ρ.αμτβ.)
immigrante (ουσ αρσ και θηλ.)
immigrante (επίθ.)
immigrare (ρ.αμτβ.)
immigrato (ουσ αρσ )
immigrato (επίθ.)
immigratorio (επίθ.)
immigrazione (θηλ.ουσ)
imminente (επίθ.)
imminenza (θηλ.ουσ)
immischiare (ρ. μτβ.)
immischiarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---