Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immeritévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immeriˈtevole]

1 άδικος
2 ανάξιος
3 απρεπής
4 μεροληπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immeritato immersione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immensurabilità (θηλ.ουσ)
immergere (ρ. μτβ.)
immergersi (ρ. μ. αμτβ.)
immeritatamente (επίρ.)
immeritato (επίθ.)
immeritevole (επίθ.)
immersione (θηλ.ουσ)
immersivo (επίθ.)
immerso (επίθ.)
immettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immettersi (ρ.μ. (αντων.))
immezzire (ρ.αμτβ.)
immigrante (ουσ αρσ και θηλ.)
immigrante (επίθ.)
immigrare (ρ.αμτβ.)
immigrato (ουσ αρσ )
immigrato (επίθ.)
immigratorio (επίθ.)
immigrazione (θηλ.ουσ)
imminente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---