Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immensurabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immensurabiliˈta]

ιδιότητα του αναρίθμητου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immensurabile immergere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immemore (επίθ.)
immensamente (επίρ.)
immensità (θηλ.ουσ)
immenso (αρσ. επίθ και ουσ)
immensurabile (επίθ.)
immensurabilità (θηλ.ουσ)
immergere (ρ. μτβ.)
immergersi (ρ. μ. αμτβ.)
immeritatamente (επίρ.)
immeritato (επίθ.)
immeritevole (επίθ.)
immersione (θηλ.ουσ)
immersivo (επίθ.)
immerso (επίθ.)
immettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immettersi (ρ.μ. (αντων.))
immezzire (ρ.αμτβ.)
immigrante (ουσ αρσ και θηλ.)
immigrante (επίθ.)
immigrare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---