Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmensità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [immensiˈta] 1 το άπειρο 2 ιδιότητα του τεραστίου 3 απεραντοσύνη 4 απεραντότητα 5 το αχανές 6 αχανής ποσότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |