Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmèrgere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [imˈmɛrʤere] βυθίζω, καταδύω immèrgersi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [imˈmɛrʤersi] 1 (bagnarsi) βουτώ 2 (subacqueo) καταδύομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαimmergersi in apnea = βουτώ κρατώντας την αναπνοή μου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |