Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immèrgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈmɛrʤere]

βυθίζω, καταδύω

immèrgersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmɛrʤersi]

1 (bagnarsi) βουτώ
2 (subacqueo) καταδύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immensurabilità immeritatamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


immergersi in apnea = βουτώ κρατώντας την αναπνοή μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immensamente (επίρ.)
immensità (θηλ.ουσ)
immenso (αρσ. επίθ και ουσ)
immensurabile (επίθ.)
immensurabilità (θηλ.ουσ)
immergere (ρ. μτβ.)
immergersi (ρ. μ. αμτβ.)
immeritatamente (επίρ.)
immeritato (επίθ.)
immeritevole (επίθ.)
immersione (θηλ.ουσ)
immersivo (επίθ.)
immerso (επίθ.)
immettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immettersi (ρ.μ. (αντων.))
immezzire (ρ.αμτβ.)
immigrante (ουσ αρσ και θηλ.)
immigrante (επίθ.)
immigrare (ρ.αμτβ.)
immigrato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---