Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immensaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [immensaˈmente]

1 τερατωδώς
2 πάρα πολύ
3 απείρως
4 εξαιρετικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immemore immensità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immelanconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immelmare (ρ. μτβ.)
immelmarsi (ρ.μ. (αντων.))
immemorabile (επίθ.)
immemore (επίθ.)
immensamente (επίρ.)
immensità (θηλ.ουσ)
immenso (αρσ. επίθ και ουσ)
immensurabile (επίθ.)
immensurabilità (θηλ.ουσ)
immergere (ρ. μτβ.)
immergersi (ρ. μ. αμτβ.)
immeritatamente (επίρ.)
immeritato (επίθ.)
immeritevole (επίθ.)
immersione (θηλ.ουσ)
immersivo (επίθ.)
immerso (επίθ.)
immettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immettersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---