Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immemoràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immemoˈrabile]

1 πανάρχαιος
2 παμπάλαιος
3 αμνημόνευτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immelmarsi immemore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immedicato (επίθ.)
immeditato (επίθ.)
immelanconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immelmare (ρ. μτβ.)
immelmarsi (ρ.μ. (αντων.))
immemorabile (επίθ.)
immemore (επίθ.)
immensamente (επίρ.)
immensità (θηλ.ουσ)
immenso (αρσ. επίθ και ουσ)
immensurabile (επίθ.)
immensurabilità (θηλ.ουσ)
immergere (ρ. μτβ.)
immergersi (ρ. μ. αμτβ.)
immeritatamente (επίρ.)
immeritato (επίθ.)
immeritevole (επίθ.)
immersione (θηλ.ουσ)
immersivo (επίθ.)
immerso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---