Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immeditàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immediˈtato]

1 απρομελέτητος
2 απροσχεδίαστος
3 απροβούλευτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immedicato immelanconire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immediatamente (επίρ.)
immediatezza (θηλ.ουσ)
immediato (αρσ. επίθ και ουσ)
immedicabile (επίθ.)
immedicato (επίθ.)
immeditato (επίθ.)
immelanconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immelmare (ρ. μτβ.)
immelmarsi (ρ.μ. (αντων.))
immemorabile (επίθ.)
immemore (επίθ.)
immensamente (επίρ.)
immensità (θηλ.ουσ)
immenso (αρσ. επίθ και ουσ)
immensurabile (επίθ.)
immensurabilità (θηλ.ουσ)
immergere (ρ. μτβ.)
immergersi (ρ. μ. αμτβ.)
immeritatamente (επίρ.)
immeritato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---