Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immediataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [immediataˈmente]

αμέσως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immedesimazione immediatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immaturità (θηλ.ουσ)
immaturo (επίθ.)
immedesimare (ρ. μτβ.)
immedesimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
immedesimazione (θηλ.ουσ)
immediatamente (επίρ.)
immediatezza (θηλ.ουσ)
immediato (αρσ. επίθ και ουσ)
immedicabile (επίθ.)
immedicato (επίθ.)
immeditato (επίθ.)
immelanconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immelmare (ρ. μτβ.)
immelmarsi (ρ.μ. (αντων.))
immemorabile (επίθ.)
immemore (επίθ.)
immensamente (επίρ.)
immensità (θηλ.ουσ)
immenso (αρσ. επίθ και ουσ)
immensurabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---