Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmaturità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [immaturiˈta] 1 πρωιμότητα 2 έλλειψη ωριμότητας 3 πρωιμιά 4 ανωριμότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |