Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immedesimazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immedezimatˈtsjone]

1 ταύτιση με άλλον
2 ταύτιση ψυχική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immedesimarsi immediatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immaturamente (επίρ.)
immaturità (θηλ.ουσ)
immaturo (επίθ.)
immedesimare (ρ. μτβ.)
immedesimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
immedesimazione (θηλ.ουσ)
immediatamente (επίρ.)
immediatezza (θηλ.ουσ)
immediato (αρσ. επίθ και ουσ)
immedicabile (επίθ.)
immedicato (επίθ.)
immeditato (επίθ.)
immelanconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immelmare (ρ. μτβ.)
immelmarsi (ρ.μ. (αντων.))
immemorabile (επίθ.)
immemore (επίθ.)
immensamente (επίρ.)
immensità (θηλ.ουσ)
immenso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---