Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immelmàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immelˈmare]

πιτσιλίζω με λάσπη

immelmarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [immelˈmarsi]

1 βουλιάζω στη λάσπη
2 πιτσιλίζομαι με λάσπη
3 πέφτω στη λάσπη
4 κηλιδώνω το καλό όνομα μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immelanconire immemorabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immediato (αρσ. επίθ και ουσ)
immedicabile (επίθ.)
immedicato (επίθ.)
immeditato (επίθ.)
immelanconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immelmare (ρ. μτβ.)
immelmarsi (ρ.μ. (αντων.))
immemorabile (επίθ.)
immemore (επίθ.)
immensamente (επίρ.)
immensità (θηλ.ουσ)
immenso (αρσ. επίθ και ουσ)
immensurabile (επίθ.)
immensurabilità (θηλ.ουσ)
immergere (ρ. μτβ.)
immergersi (ρ. μ. αμτβ.)
immeritatamente (επίρ.)
immeritato (επίθ.)
immeritevole (επίθ.)
immersione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---