Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immaterialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immaterialiˈta]

1 εξαΰλωση
2 πνευματικότητα
3 ιδιότητα του άυλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immateriale immatricolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immascherare (ρ. μτβ.)
immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
immascheratura (θηλ.ουσ)
immasticare (ρ. μτβ.)
immateriale (επίθ.)
immaterialità (θηλ.ουσ)
immatricolare (ρ. μτβ.)
immatricolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immatricolazione (θηλ.ουσ)
immaturamente (επίρ.)
immaturità (θηλ.ουσ)
immaturo (επίθ.)
immedesimare (ρ. μτβ.)
immedesimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
immedesimazione (θηλ.ουσ)
immediatamente (επίρ.)
immediatezza (θηλ.ουσ)
immediato (αρσ. επίθ και ουσ)
immedicabile (επίθ.)
immedicato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---