Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immateriàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immateˈrjale]

1 νοητός
2 ιδεατός
3 πνευματικός
4 άυλος
5 αιθέριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immasticare immaterialità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immarcescibile (επίθ.)
immascherare (ρ. μτβ.)
immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
immascheratura (θηλ.ουσ)
immasticare (ρ. μτβ.)
immateriale (επίθ.)
immaterialità (θηλ.ουσ)
immatricolare (ρ. μτβ.)
immatricolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immatricolazione (θηλ.ουσ)
immaturamente (επίρ.)
immaturità (θηλ.ουσ)
immaturo (επίθ.)
immedesimare (ρ. μτβ.)
immedesimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
immedesimazione (θηλ.ουσ)
immediatamente (επίρ.)
immediatezza (θηλ.ουσ)
immediato (αρσ. επίθ και ουσ)
immedicabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---