Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immarcescìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immarʧeʃˈʃibile]

1 άφθορος
2 τίμιος
3 αδιάφθορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immantinente immascherare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immangiabile (επίθ.)
immanicare (ρ. μτβ.)
immanità (θηλ.ουσ)
immansueto (επίθ.)
immantinente (επίρ.)
immarcescibile (επίθ.)
immascherare (ρ. μτβ.)
immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
immascheratura (θηλ.ουσ)
immasticare (ρ. μτβ.)
immateriale (επίθ.)
immaterialità (θηλ.ουσ)
immatricolare (ρ. μτβ.)
immatricolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immatricolazione (θηλ.ουσ)
immaturamente (επίρ.)
immaturità (θηλ.ουσ)
immaturo (επίθ.)
immedesimare (ρ. μτβ.)
immedesimarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---