Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immanicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immaniˈkare]

βάζω μανίκια (σε ρούχο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immangiabile immanità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immanentismo (ουσ αρσ )
immanentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immanentistico (επίθ.)
immanenza (θηλ.ουσ)
immangiabile (επίθ.)
immanicare (ρ. μτβ.)
immanità (θηλ.ουσ)
immansueto (επίθ.)
immantinente (επίρ.)
immarcescibile (επίθ.)
immascherare (ρ. μτβ.)
immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
immascheratura (θηλ.ουσ)
immasticare (ρ. μτβ.)
immateriale (επίθ.)
immaterialità (θηλ.ουσ)
immatricolare (ρ. μτβ.)
immatricolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immatricolazione (θηλ.ουσ)
immaturamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---