Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immanentìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [immanenˈtizmo]

θεωρία προΰπαρξης του θεού μέσα μας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immanente immanentista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immalizzire (ρ. μτβ.)
immancabile (επίθ.)
immancabilmente (επίρ.)
immane (επίθ.)
immanente (επίθ.)
immanentismo (ουσ αρσ )
immanentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immanentistico (επίθ.)
immanenza (θηλ.ουσ)
immangiabile (επίθ.)
immanicare (ρ. μτβ.)
immanità (θηλ.ουσ)
immansueto (επίθ.)
immantinente (επίρ.)
immarcescibile (επίθ.)
immascherare (ρ. μτβ.)
immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
immascheratura (θηλ.ουσ)
immasticare (ρ. μτβ.)
immateriale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---