Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmalizzìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [immalitˈtsire] 1 πονηρεύω 2 γίνομαι κακός ή μοχθηρός immalizzìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [immalitˈtsire] κάνω κάποιον κακό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |