Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immalinconìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [immalinkoˈnire]

μελαγχολώ

immalinconìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immalinkoˈnire]

κάνω κάποιον να μελαγχολήσει

immalinconirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [immalinkoˈnirsi]

μελαγχολώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immaginoso immalizzire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immagine (θηλ.ουσ)
immaginetta (θηλ.ουσ)
immaginifico (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginosamente (επίρ.)
immaginoso (επίθ.)
immalinconire (ρ.αμτβ.)
immalinconire (ρ. μτβ.)
immalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
immalizzire (ρ.αμτβ.)
immalizzire (ρ. μτβ.)
immancabile (επίθ.)
immancabilmente (επίρ.)
immane (επίθ.)
immanente (επίθ.)
immanentismo (ουσ αρσ )
immanentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immanentistico (επίθ.)
immanenza (θηλ.ουσ)
immangiabile (επίθ.)
immanicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---