Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immaginìfico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [immaʤiˈnifiko]

πλούσιος σε σχήματα λόγου (μεταφορές ή παρομοιώσεις κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immaginetta immaginosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immaginatore (ουσ αρσ )
immaginatore (επίθ.)
immaginazione (θηλ.ουσ)
immagine (θηλ.ουσ)
immaginetta (θηλ.ουσ)
immaginifico (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginosamente (επίρ.)
immaginoso (επίθ.)
immalinconire (ρ.αμτβ.)
immalinconire (ρ. μτβ.)
immalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
immalizzire (ρ.αμτβ.)
immalizzire (ρ. μτβ.)
immancabile (επίθ.)
immancabilmente (επίρ.)
immane (επίθ.)
immanente (επίθ.)
immanentismo (ουσ αρσ )
immanentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immanentistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---