Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmaginìfico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [immaʤiˈnifiko] πλούσιος σε σχήματα λόγου (μεταφορές ή παρομοιώσεις κλπ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |