Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immaginatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [immaʤinaˈtore]

1 επινοητής
2 εφευρέτης

immaginatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immaʤinaˈtore]

1 επινοητικός
2 εφευρετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immaginativo immaginazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immaginabile (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginare (ρ. μτβ.)
immaginario (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginativa (θηλ.ουσ)
immaginativo (επίθ.)
immaginatore (ουσ αρσ )
immaginatore (επίθ.)
immaginazione (θηλ.ουσ)
immagine (θηλ.ουσ)
immaginetta (θηλ.ουσ)
immaginifico (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginosamente (επίρ.)
immaginoso (επίθ.)
immalinconire (ρ.αμτβ.)
immalinconire (ρ. μτβ.)
immalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
immalizzire (ρ.αμτβ.)
immalizzire (ρ. μτβ.)
immancabile (επίθ.)
immancabilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---