Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immaginatìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immaʤinaˈtiva]

1 διανόηση
2 φαντασία
3 εφευρετικότητα
4 επινοητικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immaginario immaginativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immagazzinamento (ουσ αρσ )
immagazzinare (ρ. μτβ.)
immaginabile (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginare (ρ. μτβ.)
immaginario (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginativa (θηλ.ουσ)
immaginativo (επίθ.)
immaginatore (ουσ αρσ )
immaginatore (επίθ.)
immaginazione (θηλ.ουσ)
immagine (θηλ.ουσ)
immaginetta (θηλ.ουσ)
immaginifico (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginosamente (επίρ.)
immaginoso (επίθ.)
immalinconire (ρ.αμτβ.)
immalinconire (ρ. μτβ.)
immalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
immalizzire (ρ.αμτβ.)
immalizzire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---