Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immaginàbile  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [immaʤiˈnabile]

1 φανερός
2 προφανής
3 πασιφανής
4 ξεκάθαρος
5 νοητός
6 διανοητός
7 φανταστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immagazzinare immaginare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immacolatamente (επίρ.)
immacolato (επίθ.)
immagazzinabile (επίθ.)
immagazzinamento (ουσ αρσ )
immagazzinare (ρ. μτβ.)
immaginabile (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginare (ρ. μτβ.)
immaginario (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginativa (θηλ.ουσ)
immaginativo (επίθ.)
immaginatore (ουσ αρσ )
immaginatore (επίθ.)
immaginazione (θηλ.ουσ)
immagine (θηλ.ουσ)
immaginetta (θηλ.ουσ)
immaginifico (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginosamente (επίρ.)
immaginoso (επίθ.)
immalinconire (ρ.αμτβ.)
immalinconire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---