Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmacolàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [immakoˈlato] 1 αμώμητος 2 άμωμος 3 ακηλίδωτος 4 άμεμπτος 5 άσπιλος 6 αγνός 7 άψογος 8 αψεγάδιαστος 9 αμόλυντος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |