Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imitatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [imitaˈtore]

1 μιμητής
2 ιμπρεσιονιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imitativo imitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imenio (ουσ αρσ )
imenottero (ουσ αρσ )
imitabile (επίθ.)
imitare (ρ. μτβ.)
imitativo (επίθ.)
imitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
imitazione (θηλ.ουσ)
immacchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
immacolatamente (επίρ.)
immacolato (επίθ.)
immagazzinabile (επίθ.)
immagazzinamento (ουσ αρσ )
immagazzinare (ρ. μτβ.)
immaginabile (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginare (ρ. μτβ.)
immaginario (αρσ. επίθ και ουσ)
immaginativa (θηλ.ουσ)
immaginativo (επίθ.)
immaginatore (ουσ αρσ )
immaginatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---