Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immancabilménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [immankabilˈmente]

1 αναμφισβήτητα
2 αναμφίβολα
3 αναμφιβόλως
4 σίγουρα
5 αναπόφευκτα
6 μοιραία
7 βέβαια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immancabile immane  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immalinconire (ρ. μτβ.)
immalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
immalizzire (ρ.αμτβ.)
immalizzire (ρ. μτβ.)
immancabile (επίθ.)
immancabilmente (επίρ.)
immane (επίθ.)
immanente (επίθ.)
immanentismo (ουσ αρσ )
immanentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immanentistico (επίθ.)
immanenza (θηλ.ουσ)
immangiabile (επίθ.)
immanicare (ρ. μτβ.)
immanità (θηλ.ουσ)
immansueto (επίθ.)
immantinente (επίρ.)
immarcescibile (επίθ.)
immascherare (ρ. μτβ.)
immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---