Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immanènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immaˈnɛntsa]

1 φιλοσοφική θεωρία ότι κάθε πράξη έχει όρια που ορίζονται από αυτήν
2 το ενυπάρχον
3 το έμφυτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immanentistico immangiabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immane (επίθ.)
immanente (επίθ.)
immanentismo (ουσ αρσ )
immanentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immanentistico (επίθ.)
immanenza (θηλ.ουσ)
immangiabile (επίθ.)
immanicare (ρ. μτβ.)
immanità (θηλ.ουσ)
immansueto (επίθ.)
immantinente (επίρ.)
immarcescibile (επίθ.)
immascherare (ρ. μτβ.)
immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
immascheratura (θηλ.ουσ)
immasticare (ρ. μτβ.)
immateriale (επίθ.)
immaterialità (θηλ.ουσ)
immatricolare (ρ. μτβ.)
immatricolarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---