Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immàne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmane]

1 αποκρουστικός
2 φοβερός
3 μη προσωρινός
4 τρομερός
5 τρομακτικός
6 τερατώδης
7 καταπληκτικός
8 μόνιμος
9 θεόρατος
10 πελώριος
11 τεράστιος
12 τρισμέγιστος
13 απειρομεγέθης
14 γιγάντιος
15 υπερμεγέθης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immancabilmente immanente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
immalizzire (ρ.αμτβ.)
immalizzire (ρ. μτβ.)
immancabile (επίθ.)
immancabilmente (επίρ.)
immane (επίθ.)
immanente (επίθ.)
immanentismo (ουσ αρσ )
immanentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immanentistico (επίθ.)
immanenza (θηλ.ουσ)
immangiabile (επίθ.)
immanicare (ρ. μτβ.)
immanità (θηλ.ουσ)
immansueto (επίθ.)
immantinente (επίρ.)
immarcescibile (επίθ.)
immascherare (ρ. μτβ.)
immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
immascheratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---