Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immancàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immanˈkabile]

1 βέβαιος
2 μοιραίος
3 που δεν μπορεί να αποτύχει
4 αναπόφευκτος
5 άφευκτος
6 σίγουρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immalizzire immancabilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immalinconire (ρ.αμτβ.)
immalinconire (ρ. μτβ.)
immalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
immalizzire (ρ.αμτβ.)
immalizzire (ρ. μτβ.)
immancabile (επίθ.)
immancabilmente (επίρ.)
immane (επίθ.)
immanente (επίθ.)
immanentismo (ουσ αρσ )
immanentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immanentistico (επίθ.)
immanenza (θηλ.ουσ)
immangiabile (επίθ.)
immanicare (ρ. μτβ.)
immanità (θηλ.ουσ)
immansueto (επίθ.)
immantinente (επίρ.)
immarcescibile (επίθ.)
immascherare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---