Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immatricolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immatrikoˈlare]

1 καταχωρώ
2 εγγράφω
3 γράφω σε πανεπιστήμιο
4 εγγράφω σε μητρώο

immatricolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [immatrikoˈlarsi]

1 εγγράφομαι
2 γράφομαι σε πανεπιστήμιο
3 εγγράφομαι σε κατάλογο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immaterialità immatricolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
immascheratura (θηλ.ουσ)
immasticare (ρ. μτβ.)
immateriale (επίθ.)
immaterialità (θηλ.ουσ)
immatricolare (ρ. μτβ.)
immatricolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immatricolazione (θηλ.ουσ)
immaturamente (επίρ.)
immaturità (θηλ.ουσ)
immaturo (επίθ.)
immedesimare (ρ. μτβ.)
immedesimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
immedesimazione (θηλ.ουσ)
immediatamente (επίρ.)
immediatezza (θηλ.ουσ)
immediato (αρσ. επίθ και ουσ)
immedicabile (επίθ.)
immedicato (επίθ.)
immeditato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---