Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discordànza (θηλ.ουσ) discrezionalità (θηλ.ουσ)
discordàre (ρ.αμτβ.) discrezióne (θηλ.ουσ)
discòrde (επίθ.) discriminànte (θηλ.ουσ)
discòrdia (θηλ.ουσ) discriminànte (επίθ.)
discórrere (ρ.αμτβ.) discriminàre (ρ. μτβ.)
discorsivaménte (επίρ.) discriminatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
discorsività (θηλ.ουσ) discriminatòrio (επίθ.)
discorsìvo (επίθ.) discriminatùra (θηλ.ουσ)
discórso (ουσ αρσ ) discriminazióne (θηλ.ουσ)
discostàre (ρ. μτβ.) discromatopsìa (θηλ.ουσ)
discostàrsi (ρ. μ. αμτβ.) discussióne (θηλ.ουσ)
discòsto (επίθ.) discùsso (επίθ.)
discòsto (επίρ.) discùtere (ρ.αμτβ.)
discotèca (θηλ.ουσ) discutìbile (επίθ.)
discotecàrio (ουσ αρσ ) discutibilità (θηλ.ουσ)
discrasìa (θηλ.ουσ) disdegnàre (ρ. μτβ.)
discreditàre (ρ. μτβ.) disdégno (ουσ αρσ )
discreditàrsi (ρ. μ. αμτβ.) disdegnóso (επίθ.)
discrédito (ουσ αρσ ) disdétta (θηλ.ουσ)
discrepànte (επίθ.) disdettàre (ρ. μτβ.)
discrepànza (θηλ.ουσ) disdétto (αρσ. επίθ και ουσ)
discretaménte (επίρ.) disdicévole (επίθ.)
discretézza (θηλ.ουσ) disdìre (ρ. μτβ.)
discréto (επίθ.) disdirsi (ρ.μ. (αντων.))
discrezionàle (επίθ.) disdòro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: