Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addobbarsi (ρ.μ. (αντων.)) addossàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
addobbato (επίθ.) addòsso (επίρ.)
addobbatóre (ουσ αρσ ) addótto (επίθ.)
addòbbo (ουσ αρσ ) addottoraménto (ουσ αρσ )
addolciménto (ουσ αρσ ) addottoràre (ρ. μτβ.)
addolcìre (ρ. μτβ.) addottorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addolcìrsi (ρ. μ. αμτβ.) addottrinaménto (ουσ αρσ )
addolcitìvo (επίθ.) addottrinàre (ρ. μτβ.)
addolcitóre (αρσ. επίθ και ουσ) addottrinarsi (ρ.μ. (αντων.))
addoloràre (ρ. μτβ.) addottrinàto (επίθ.)
addolorarsi (ρ.μ. (αντων.)) adducìbile (επίθ.)
addoloràto (επίθ.) addùrre (ρ. μτβ.)
addòme (ουσ αρσ ) adduttóre (αρσ. επίθ και ουσ)
addomesticàbile (επίθ.) adduzióne (θηλ.ουσ)
addomesticaménto (ουσ αρσ ) àde (ουσ αρσ )
addomesticàre (ρ. μτβ.) adeguàbile (επίθ.)
addomesticarsi (ρ.μ. (αντων.)) adeguaménto (ουσ αρσ )
addomesticàto (επίθ.) adeguàre (ρ. μτβ.)
addomesticatóre (ουσ αρσ ) adeguàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
addominàle (αρσ. επίθ και ουσ) adeguatézza (θηλ.ουσ)
addormentàre (ρ. μτβ.) adeguàto (αρσ. επίθ και ουσ)
addormentàrsi (ρ. μ. αμτβ.) adelfìa (θηλ.ουσ)
addormentàto (επίθ.) adempìbile (επίθ.)
addormentatóre (αρσ. επίθ και ουσ) adémpiere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
addossàre (ρ. μτβ.) adémpiersi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: