Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accentuàle (επίθ.) accettàbile (επίθ.)
accentuàre (ρ. μτβ.) accettabilità (θηλ.ουσ)
accentuarsi (ρ.μ. (αντων.)) accettànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accentuataménte (επίρ.) accettàre (ρ. μτβ.)
accentuàto (επίθ.) accettàta (θηλ.ουσ)
accentuazióne (θηλ.ουσ) accettatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
acceppàre (ρ. μτβ.) accettazióne (θηλ.ουσ)
accerchiaménto (ουσ αρσ ) accettévole (επίθ.)
accerchiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) accettevolmente (επίρ.)
accerchiarsi (ρ.μ. (αντων.)) accètto (επίθ.)
accertàbile (επίθ.) accettóre (ουσ αρσ )
accertaménto (ουσ αρσ ) accezióne (θηλ.ουσ)
accertàre (ρ. μτβ.) acchetàre (ρ. μτβ.)
accertàrsi (ρ. μ. αμτβ.) acchiappacàni (ουσ αρσ και θηλ.)
accertataménte (επίρ.) acchiappafarfàlle (ουσ αρσ και θηλ.)
accéso (επίθ.) acchiappamósche (ουσ αρσ και θηλ.)
accessìbile (επίθ.) acchiappàre (ρ. μτβ.)
accessibilità (θηλ.ουσ) acchiapparsi (ρ.μ. (αντων.))
accessióne (θηλ.ουσ) acchiapparèlla (θηλ.ουσ)
accèsso (ουσ αρσ ) acchiappatóio (ουσ αρσ )
accessoriaménte (επίρ.) acchitàre (ρ. μτβ.)
accessòrio (ουσ αρσ ) acchìto (ουσ αρσ )
accessòrio (επίθ.) acchiùdere (ρ. μτβ.)
accessorìsta (ουσ αρσ και θηλ.) àccia (θηλ.ουσ)
accétta (θηλ.ουσ) acciabattaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: