Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acchitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkiˈtare]

χτυπώ με τη στέκα την πρώτη καραμπόλα που πρέπει στο μπιλιάρδο (για ξεκίνημα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acchiappatoio acchito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acchiappamosche (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappare (ρ. μτβ.)
acchiapparsi (ρ.μ. (αντων.))
acchiapparella (θηλ.ουσ)
acchiappatoio (ουσ αρσ )
acchitare (ρ. μτβ.)
acchito (ουσ αρσ )
acchiudere (ρ. μτβ.)
accia (θηλ.ουσ)
acciabattamento (ουσ αρσ )
acciabattare (ρ.αμτβ.)
acciabattare (ρ. μτβ.)
acciabattatura (θηλ.ουσ)
acciabattone (αρσ. επίθ και ουσ)
acciaccamento (ουσ αρσ )
acciaccare (ρ. μτβ.)
acciaccatura (θηλ.ουσ)
acciaccinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acciacco (ουσ αρσ )
acciaccoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---